- αναρριχιέμαι
- αναρριχιέμαι, αναρριχήθηκα, αναρριχημένος βλ. πίν. 59
και πρβλ. αναρριχώμαι
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αναρριχιέμαι — ήθηκα 1. σκαρφαλώνω σε ψηλό και δυσκολοπάτητο μέρος: Ήθελαν να αναρριχηθούν σε μια από τις δυσκολοπάτητες κορφές του βουνού. 2. παίρνω, χωρίς να το αξίζω, μια ανώτερη θέση ή κάποιο σημαντικό αξίωμα: Αναρριχήθηκε σε καθηγητική έδρα στο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναρριχώμαι — αναρριχώμαι, αναρριχήθηκα, αναρριχημένος βλ. πίν. 61 και πρβλ. αναρριχιέμαι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σκαλώνω — σκάλωσα, σκαλωμένος 1. αναρριχιέμαι: Σκάλωσε στην κορυφή του βράχου. 2. σταματώ μπροστά σε κάποιο εμπόδιο: Κάπου σκάλωσε ο διορισμός του. – Σκάλωσαν τα αγκίστρια στις πέτρες του βυθού και δεν μπορεί να τα βγάλει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκαρφαλώνω — σκαρφάλωσα, σκαρφαλωμένος, αναρριχιέμαι, ανεβαίνω: Σκαρφάλωσε στην κορυφή του δέντρου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)